σμάλτωμα

σμάλτωμα
το, Ν [σμαλτώνω]
επίχριση με σμάλτο, σμάλτωση, εφυάλωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμάλτωμα — το επίχριση με σμάλτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • εφυάλωμα — το [εφυαλώνω] υαλώδες επίχρισμα μετάλλινων ή πήλινων σκευών, υαλογάνωμα, σμάλτωμα, σμάλτο …   Dictionary of Greek

  • εφυάλωση — η [εφυαλώνω] η ενέργεια τού εφυαλώνω, το εφυάλωμα, το σμάλτωμα …   Dictionary of Greek

  • υαλογάνωση — το, Ν εφυάλωση, σμάλτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + γανώνω(Ι)] …   Dictionary of Greek

  • φάρμαξις — άξεως, ἡ, Α [φαρμάσσω] 1. θεραπεία με τη χρήση φαρμάκων 2. μαγεία, απάτη 3. παρασκευή και χρήση δηλητηρίων 4. (σχετικά με μέταλλα, κυρίως χαλκό) σμάλτωμα …   Dictionary of Greek

  • σμάλτωση — η σμάλτωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”